- κατερύω
- κατερύω, ιων. τ. κατειρύω (Α)1. (σχετικά με πλοία) σύρω από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Οδ.)2. αρμέγω («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», Νίκ.)3. (σχετικά με τόξο) τραβώ, τεντώνω4. μέσ. κατερύομαι(σχετικά με πανί πλοίου) ανοίγω, ξεδιπλώνω («κάδ. δ' ἄρα λαῑφος ἐρυσσάμενοι», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐρύω «σύρω, έλκω»].
Dictionary of Greek. 2013.