κατερύω

κατερύω
κατερύω, ιων. τ. κατειρύω (Α)
1. (σχετικά με πλοία) σύρω από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Οδ.)
2. αρμέγω («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», Νίκ.)
3. (σχετικά με τόξο) τραβώ, τεντώνω
4. μέσ. κατερύομαι
(σχετικά με πανί πλοίου) ανοίγω, ξεδιπλώνω («κάδ. δ' ἄρα λαῑφος ἐρυσσάμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐρύω «σύρω, έλκω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατείρυσαν — κατερύω draw aor ind act 3rd pl (epic ionic) κατερύω draw aor ind act 3rd pl κατερύω draw aor ind act 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατείρυσεν — κατερύω draw aor ind act 3rd sg (epic ionic) κατερύω draw aor ind act 3rd sg κατερύω draw aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειρύσαι — κατερύω draw aor inf act (epic ionic) κατειρύσαῑ , κατερύω draw aor opt act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειρύσθαι — κατερύω draw perf inf mp (epic ionic) κατερύω draw perf inf mp (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειρύμεναι — κατερύω draw pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειρύσαντες — κατερύω draw aor part act masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατείρυσται — κατερύω draw perf ind mp 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • κατειρύω — (Α) βλ. κατερύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”